ζάρκος
Смотреть что такое "ζάρκος" в других словарях:
ζάρκος — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.498 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρκαδόνος. Το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κοντά στον οικισμό, είναι κατάσπαρτο με αρχαία ερείπια. Πρόκειται για τα λείψανα της αρχαίας πόλης… … Dictionary of Greek
Ζάρκος — Sp Zárkas Ap Ζάρκος/Zarkos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ζόρκος — η, ο και ζάρκος, η, ο γυμνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
Zarkas — Sp Zárkas Ap Ζάρκος/Zarkos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Zarkos — Sp Zárkas Ap Ζάρκος/Zarkos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė